ποικιλοτειρής

ποικιλοτειρής
-ές, Α
(για τον ουράνιο θόλο) ο στολισμένος με αστέρια («πόλον ποικιλοτειρῆ», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -τειρής (< τείρεα, πληθ. τού τέρας), πρβλ. πολυ-τειρής (II)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”